πλάσιος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. πλησίος.
Frisk Etymological English
Meaning: in δι-, τρι-, πολλα-πλάσιος a.o., youngatt. hell. -πλασίων.
See also: s. διπλάσιος