ἰθυφαλλικός

Revision as of 17:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A ithyphallic, of metre, Heph.15.2, Hermog.Id.1.6; τὰ ἰ. poems in such metre, D.H.Comp.4 (ἰθυφάλλια codd.), Poll.4.53.

German (Pape)

[Seite 1246] ή, όν, zum ἰθύφαλλος gehörig, ithyphallisch, z. B. μέτρον, Hephaest.; τὰ ἰθ., Gedichte in diesem Metrum, Poll. 4, 53.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυφαλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, εἶδος μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια εἶναι ἐσφαλμ. γραφ.), Πολυδ. Δ΄, 53.

Greek Monolingual

ἰθυφαλλικός, -ή, -όν (Α) ιθύφαλλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο
2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά
ποιήματα σε ιθυφαλλικό μέτρο.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠφαλλικός: стих. итифаллический: ἰθυφαλλικὸν μέτρον итифаллический размер (состоящий из усеченной анапестической тетраподии и трохаической триподии).