breathing
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English > Greek (Woodhouse)
substantive
See breath.
hard breathing: P. and V. ἆσθμα, τό, V. φυσιάματα, τά, φύσημα δύστλητον, τά, πνεῦμα ἠρεθισμένον, τό.
he cannot steady his breathing: V. ἀμπνοὰς δ' οὐ σωφονίζει (Eur., Hercules Furens 869).
breathing out: P. and V. ἐκπνοή, ἡ.