ἀναπνοή
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
poet. ἀμπνοή, ἡ,
A recovery of breath, μόχθων ἀμπνοά = rest from toils, Pi.O.8.7, cf. E.IT92, etc.; ἀμπνοὰν ἔστασαν = they recovered breath, they took fresh courage, Pi.P.4.199; ἀναπνοὴν διδόναι, ἀναπνοὴν παρέχειν, E.Andr.1137, Pl.Ti.70d; ἀναπνοὴν λαμβάνειν Id.Phdr.251e; ἀναπνοὴν ἔχει . . εἰπεῖν = has breath enough to say, Men.536.6.
II respiration, breathing, Pi.P.3.57, Ar.Nu.627, Pl.Ti.33c, etc.; including εἰσπνοή and ἐκπνοή, Arist.Resp.471a7; ἀμπνοὰς ἔχειν = ἀναπνεῖν, breathe, live, S.Aj.416; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος = strangle, Plu.Rom.27; ὑπὸ τὴν ἀναπνοήν = in a breath, Plb.10.47.9.
2 = εἰσπνοή, inbreath, inspiration, opp. ἐκπνοή, Pl.Ti.78e, 79e, cf. Arist.Resp.480b10.
III outbreath, exhalation, Thphr. HP6.2.4.
IV breathing organ, of the nose and mouth, D.S.2.12, Luc.Nigr.32.
2 air hole, vent, Pl.Ti.85a, 91b, Plu.Aem.14.—Only sg. in Pi.; only pl. in Trag.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπνοή Pi.P.4.199
I 1inhalación, inspiración op. ἐκπνοή Emp.B 100, Pl.Ti.78e, καλεῖται δ' ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ ἀέρος ἀναπνοή, ἡ δ' ἔξοδος ἐκπνοή Arist.Iuu.480b10.
2 respiración, aliento ἀμπνοὰν δ' ἥρωες ἔστασαν Pi.P.4.199, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν Pi.P.3.57, οὐκέτ' ἀμπνοὰς ἔχοντα S.Ai.416, ἀμπνοὰς δ' οὐ σωφρονίζει E.HF 869, τοῦ σώματος μὴ δυναμένου τὴν ἀναπνοὴν ἕλκειν Hp.Mul.1.32, incluyendo εἰσπνοή y ἐκπνοή Arist.Iuu.471a7, τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν quitar la vida Plu.Rom.27, c. inf. ἀναπνοὴν ἔχεις ... εἰπεῖν Men.Fr.656.6, ὑπὸ τὴν ἀ. en un aliento, sin respirar Plb.10.47.9, μέχρι τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς SB 10011.27, cf. Pl.Ti.33c, Arist.PA 639a20, Chrysipp.Stoic.2.215, Ph.2.263, Plu.2.680f
•personif. μὰ τὴν Ἀναπνοήν Ar.Nu.627.
3 exhalación ἀ. τοῦ πυρός del sol y la Vía Láctea, Placit.2.7.1 (= Parm.A 37), ἀναπνοὴ ... ἀπὸ τῆς θαλάττης Thphr.HP 6.2.4, el Vesubio τὰς ἀ. ἔχων D.C.66.21.4.
II fig. respiro τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν Pi.O.8.7, πόνων E.IT 92, Ariphro 7, οὐ διδόντες ἀμπνοάς E.Andr.1137, ἀναπνοὴν ... ἐν τῷ καύματι Pl.Ti.70d, ἀναπνοὴν δὲ λαβοῦσα Pl.Phdr.251e, ἤλπιζον ... ἀναπνοῆς τινος τεύξεσθαι Plb.1.71.3.
III 1respiradero ἕως μὲν ἂν ἔχῃ τὸ ἕλκος ἔξω ἀναπνοήν Hp.Morb.1.21, cf. Pl.Ti.85a, 91b, Plu.Aem.14.
2 sistema respiratorio de la boca y la nariz, D.S.2.12, Luc.Nigr.32.
German (Pape)
[Seite 203] p. ἀμπ., ἡ, 1) das Aufathmen, Athemholen, στέρνων Pind. P. 3, 57; Plat. oft im Gegensatz von ἐκπνοή, Tim. 79 e; ἀναπνοὴν λαβών 91 b; cf. Arist. περὶ ἀναπνοῆς; ἀμπνοὰς ἔχειν, leben, Soph. Ai. 412; ἕως τῆς ἐσχάτης ἀναπνοῆς, bis zum letzten Athemzuge, Pol. 3, 63; ὑπὸ τὴν ἀν., in einem Athem fort, 10, 47; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος, Einen ersticken, Plut. Rom. 27. – 2) das Zuathemkommen, Erholung, μόχθων, von der Mühsal, Pind. Ol. 8, 7; καὶ ῥᾳστώνη Plat. Tim. 70 c; ἀναπνοὴν λαβεῖν Phaedr. 251 e; vgl. Pol. 1, 71; διδόναι Eur. Andr. 1138 u. sonst. – 3) Luft-, Zugloch, Plut. Acmil. 14.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. (ἀνά, en haut);
1 action de tirer le souffle, respiration ; ἀμπνοὰς poét. ἔχειν SOPH respirer, vivre ; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος PLUT intercepter la respiration de qqn, étrangler ou étouffer qqn;
2 soupirail;
II. (ἀνά, de nouveau) action de reprendre haleine : πόνων EUR repos après des épreuves.
Étymologie: ἀναπνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπνοή: поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἡ
1 вдыхание, вдох (ἀ. καὶ ἐκπνοή Plat., Arst.);
2 дыхание: ἀναπνοὰς ἔχειν Soph. дышать, жить; ὑπὸ τὴν ἀναπνοήν Polyb. единым духом; ἕως τῆς ἐσχάτης или μέχρι τῆς ὑστάτης ἀναπνοῆς Polyb., Sext. до последнего вздоха; τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαβεῖν τινος Plut. удушить кого-л.; ἡ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod. задержка дыхания;
3 испарение (τοῦ σώματος Plat.);
4 передышка, отдых: ἀ. τινος Pind., Eur. отдых от чего-л.; ἀναπνοὴν λαβεῖν Plat. или στῆσαι Pind. прийти в себя, оправиться;
5 отдушина, отверстие (ἀναπνοαὶ καὶ φρέατα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπνοή: ποιητ. ἀμπν-, ἡ, (ἀναπνέω) ἀνάκτησις τῆς πνοῆς, ἀναζωπύρησις, Πινδ. Π. 3. 102, Πλάτ. Φαῖδρ. 251E· μόχθων ἀμπνοά, ἀνάπαυσις ἐκ τῶν κόπων, Πινδ. Ο. 8. 9· ἀμπνοὰν δ’ ἥρωες ἔστᾱσαν = ἀνέπνευσαν, ἔλαβον θάρρος, «ἀμπνοὰν ἔστασαν, περιφραστικῶς ἀνέπνευσαν δηλοῖ» (Σχόλ.) ὁ αὐτ. Π. 4. 354· πρβλ Εὐρ. Ι. Τ. 92, κτλ.· ἀν. διδόναι, παρέχειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, Πλάτ. Τίμ. 70C· λαμβάνειν ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 251E· ἀναπνοὴν ἔχει… εἰπεῖν, ἔχει ἀρκετὴν ἀναπνοὴν (δύναμιν) ὥστε νὰ εἴπῃ, Μενάνδ. Ἄδηλ. 7. 6. ΙΙ. ἡ ἀναπνοή, ὡς καὶ νῦν, μὰ τὴν ἀναπνοήν... μὰ τὸν ἀέρα Ἀριστοφ. Νεφ. 627, Πλάτ., κτλ., εἰσπνοή, ἀντίθ. τῷ ἐκπνοὴ (expiratio), ἀναπνοὴν καὶ ἐκπνοὴν Πλάτ. Τίμ. 78E, καλεῖται δὲ ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ ἀέρος ἀναπνοή, ἡ δ’ ἔξοδος ἐκπνοὴ Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 21. 1· ἀλλ’ ὡσαύτως σημαίνει καὶ τὴν καθόλου ἐνέργειαν τοῦ ἀναπνέειν, περιλαμβάνουσα τήν τε εἰσπνοὴν καὶ τὴν ἐκπνοήν, ἀναπνοή..., ταύτης δὲ τὸ μὲν ἐκπνοή ἐστι τὸ δὲ εἰσπνοὴ αὐτόθι 2. 3· ἀμπνοὰς ἔχειν, ἀναπνέειν, ζῆν, Σοφ. Αἴ. 416· τὴν ἀν. ἀπολαβεῖν τινος, στραγγαλίζειν, ἀποπνίγειν τινά, Πλουτ. Ρωμ. 27· ὑπὸ τὴν ἀν., ἐν μιᾷ πνοῇ, Πολύβ. 10. 47, 9. ΙΙΙ. ἐξάτμισις, Πλάτ. Τίμ. 85A: ― πνοή, αὔρα, ὅπου μὴ ἀναπνοὴ διικνεῖται ἡ ἀπὸ τῆς θαλάττης Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 2, 4. IV. ἀναπνευστικὸν ὄργανον, ἐπὶ τῆς ῥινὸς καὶ τοῦ στόματος, Διόδ. 2. 12, Λουκ. Νιγρῖν. 32· ἐντεῦθεν, ἀεραγωγὸς ὀπή, διέξοδος, Πλουτ. Αἰμ. 14.
Greek Monolingual
η (Α ἀναπνοή και ποιητ. ἀμπνοή) ἀναπνέω
1. εισπνοή και εκπνοή αέρα με τους πνεύμονες, η διαδικασία για την ανανέωση του αέρα τών πνευμόνων (στα ζώα η διαδικασία αυτή γίνεται με τα αναπνευστικά όργανα και τους πόρους της επιδερμίδας, στα φυτά με τους πόρους ολόκληρης της εξωτερικής επιφάνειάς τους και με τις ρίζες τους
2. η εισπνοή ή η εκπνοή χωριστά
3. ανακούφιση από δεινά, αναζωογόνηση, ξεκούραση, ανάπαυλα
νεοελλ.
φρ. «βαστώ» ή «κρατώ τήν αναπνοή μου», παύω, σταματώ να αναπνέω (για ιατρική εξέταση ή από φόβο, αγωνία κ.λπ.)
«δεν παίρνω αναπνοή», α) είμαι φλύαρος, μιλώ πολύ και γρήγορα
β) δεν αναπαύομαι καθόλου, δεν σταματώ την απασχόλησή μου, εργάζομαι συνεχώς
«με μια αναπνοή», απνευστί, πολύ γρήγορα
«μού κόβεται η αναπνοή», παύω σχεδόν να αναπνέω από τρόμο, έκπληξη κ.λπ.
«παίρνω αναπνοή», α) εισπνέω, αναπνέω
β) ξεκουράζομαι από κοπιαστική εργασία, σταματώ για λίγο την εργασία μου
«πιάνεται η αναπνοή μου», έχω δύσπνοια
αρχ.
1. ανάκληση θάρρους
2. πνοή αέρα, φύσημα
3. εξάτμιση
4. (για τη μύτη και το στόμα) αναπνευστικό όργανο
5. οπή από όπου διέρχεται αέρας, διέξοδος
6. φρ. «ἀμπνοὰς ἔχω», αναπνέω, βρίσκομαι στη ζωή, ζω
«τὴν ἀναπνοὴν ἀπολαμβάνω τινός», πνίγω, στραγγαλίζω.
Greek Monotonic
ἀναπνοή: ποιητ. ἀμπν-, ἡ,
I. ανάκτηση αναπνοής, αναβίωση, σε Πίνδ., Πλάτ.· μόχθων ἀμπνοά, παύση από τα βάσανα, σε Πίνδ., Ευρ.
II. αναπνοή, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ἀμπνοὰς ἔχειν = ἀναπνέειν, αναπνέω, σε Σοφ.· τὴν ἀν. ἀπολαβεῖν τινος, τον στραγγαλίζω.
III. όργανο αναπνοής, λέγεται για το στόμα, σε Λουκ.· αγωγός αέρα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀναπνέω
I. recovery of breath, revival, Pind., Plat.; μόχθων ἀμπνοά rest from toils, Pind., Eur.
II. a drawing breath, respiration, Ar., Plat.; ἀμπνοὰς ἔχειν = ἀναπνέειν, to breathe, Soph.; τὴν ἀν. ἀπολαβεῖν τινος to strangle him.
III. a breathing organ, of the mouth, Luc.; an air-hole, Plut.