Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
P. and V. νόσος, ἡ, νόσημα, τό, P. ἀσθένεια, ἡ, ἀρρωστία, ἡ, ἀρρώστημα, τό.