insert
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἐντιθέναι, εἰστιθέναι, ἐμβάλλειν, ἐπεμβάλλειν, εἰσβάλλειν, Ar. and P. παρεμβάλλειν.
P. and V. ἐντιθέναι, εἰστιθέναι, ἐμβάλλειν, ἐπεμβάλλειν, εἰσβάλλειν, Ar. and P. παρεμβάλλειν.