Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
artifice: P. and V. μηχάνημα, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, πλοκαί, αἱ.
plot: P. ἐπιβουλή, ἡ, ἐπιβούλευμα, τό, κατασκεύασμα, τό, P. and V. δόλος, ὁ (rare P.).