κατασκεύασμα

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκεύασμα Medium diacritics: κατασκεύασμα Low diacritics: κατασκεύασμα Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΑ
Transliteration A: kataskeúasma Transliteration B: kataskeuasma Transliteration C: kataskeyasma Beta Code: kataskeu/asma

English (LSJ)

κατασκευάσματος, τό,
A that which is prepared or made, work of art, τὰ Κορίνθια κατασκευάσματα Hippoloch. ap. Ath.4.128d, cf. Plb.4.18.8, Aristeas 52, J.BJ7.5.5, Arr.Epict.2.19.26; surgical apparatus, Orib.49.24.2; esp. building, structure, D.23.207, SIG330.39 (pl., Ilium, iv B.C.), Plb.10.27.9, D.H.3.27, D.S.1.50; οἰκητήριον κατασκεύασμα Cleanth.Stoic.1.132; θεωρητὸν κατασκεύασμα, of the world, Secund.Sent.1: in plural, κατασκευάσματα = engines of war, Plb.1.48.5; furniture, ἱεροῦ SIG330.4 (Ilium, iv B.C.).
II arrangement, contrivance, D.23.13; τὸ κατασκεύασμα τῶν συσσιτίων Arist.Pol.1271a33; τὰ (τυραννικὰ) κατασκευάσματα ib.1319b27; σοφιστοῦ Phld.Rh.1.183 S.; ἐκ κατασκευάσματος, by prearrangement, Lat. ex composito, D.C.52.7.

German (Pape)

[Seite 1378] τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen, Pol. 1, 48, 5; τὰ ἐπὶ ταῖς χελώναις κατασκ. 9, 41, 3; übh. Gefäß, Geräth, 4, 18, 8 u. öfter; – χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινθίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit, Ath. IV, 128 d; – Gebäude, D. Hal. 3, 27; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer, Pol. 10, 27, 9; – Hülfsmittel, Erfindung, Dem. 23, 13, Arist. polit. 6, 4 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

κατασκευάσματος (τό) :
objet préparé, travaillé, particul. :
1 machine de guerre;
2 objet d'art;
3 construction, maison;
4 fig. invention, expédient en mauv. part, en b. part ; ἐκ κατασκευάσματος de propos délibéré, à dessein.
Étymologie: κατασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκεύασμα, κατασκευάσματος, τό [κατασκευάζω] bouwsel, constructie:. μεγάλαι κατασκευασμάτων ἐπιβολαί grote bouwprojecten Plut. Per. 12.5. organisatie, inrichting, maatregel:. τὸ κατασκεύασμα τῶν συσσιτίων de inrichting van de eetgenootschappen Aristot. Pol. 1271a33.

Russian (Dvoretsky)

κατασκεύασμα: κατασκευάσματος τό
1 военная машина, орудие (τὰ κατασκευάσματα εὖ παρεσκευασμένα Polyb.);
2 сооружение, строение: τὰ κατὰ μέρος κατασκευάσματα Polyb. отдельные помещения;
3 собир. обстановка, утварь (διάφορον ἢ κ. Polyb.);
4 замысел, выдумка, изобретение (τῶν συσσιτίων Arst.);
5 хитрость, уловка, прием (τοῦτ᾽ ἦν τὸ κ. αὐτοῖς Dem.).

Greek Monolingual

το (AM κατασκεύασμα)
κατασκευάζω
1. καθετί που κατασκευάζεται ή παρασκευάζεται, δημιούργημα, έργο (α. «αυτό το κτήριο είναι δικό του κατασκεύασμα» β. «εἶχεν κεκρυμμένον διάφορον ἢ κατασκεύασμαἄλλο τι τῶν πλείονος ἀξίων», Πολ.)
2. επινόημα, τέχνασμα, δημιούργημα φαντασίας («ταῡθ' οὕτως ᾤοντο καὶ τοῦτ' ἦν τὸ κατασκεύασμ' αὐτοῖς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
ειρων. ακαλαίσθητο έργο, κακόζηλο έργο («αυτά τα κατασκευάσματά του τά βλέπεις και σέ απωθούν»)
αρχ.
1. έργο τέχνης
2. (για το σώμα) δομή, συγκρότηση.

Greek Monotonic

κατασκεύασμα: κατασκευάσματος, τό,
I. αυτό που προετοιμάζεται να φτιαχτεί, οικοδόμημα, κατασκευή, κτίριο, κτίσμα, σε Δημ.
II. εξεύρημα, επινόημα, μηχάνημα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκεύασμα: τό, ὅ,τι παρασκευάζεται ἢ κατασκευάζεται, ἔργα τέχνης, τὰ Κορίνθια κ. Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 128D, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 26· ἰδίως οἰκοδόμημα, οἰκοδομή, κτίριον, Δημ. 689. 13, Πολύβ. 10. 27, 9· καθελεῖν τὴν πόλιν ἄχρι θεμελίων μηδενὸς μήτε ἰδίου μήτε κοινοῦ κατασκευάσματος φειδόμενον Διον. Ἁλ. 3. 27· τὰ κατὰ μέρος κ., τὰ διαμερίσματα, δωμάτια, Πολύβ. 10. 27, 9· ἐν τῷ πληθ., μηχαναὶ πολεμικαί, Πολύβ. 1. 48, 5· τὰ ἐπὶ ταῖς χελώναις κ. ὁ αὐτ. 9. 41, 3· ὡσαύτως, σκεῦος, ἀγγεῖον, κτλ., ὁ αὐτ. 4. 18, 8, κτλ. ΙΙ. ἐξεύρημα, ἐπινόημα, μηχάνημα, ἐπὶ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ, ἐφεύρεσις, δόλος, Δημ. 624. 25· τὸ κ. τῶν συσσιτίων Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 32· τὰ τυραννικὰ κ. ὁ αὐτ. 6. 4, 20· ἐκ κατασκευάσματος κατεψηφίσθαι, Λατ. ex composito, ἐκ συνεννοήσεως, Δίων Κ. 52. 7.

Middle Liddell

κατασκεύασμα, κατασκευάσματος, τό, [from κατασκευάζω
I. that which is prepared or made, a building, structure, edifice, Dem.
II. an arrangement, contrivance, device, Dem.

English (Woodhouse)

intrigue, plot, building erected, thing built

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

apparatus

Albanian: aparat; Arabic: أَدَاة‎, جِهَاز‎, آلَة‎; South Levantine Arabic: آلة‎; Armenian: ապարատ; Azerbaijani: aparat; Belarusian: апарат; Bulgarian: апарат; Chinese Mandarin: 儀器, 仪器, 裝置, 装置; Danish: apparat, maskineri; Dutch: toestel, apparaat; Esperanto: aparato; Estonian: aparaat; Finnish: laitteisto, koneisto, mekanismi; French: appareil; Georgian: აპარატი; German: Apparat; Alemannic German: Abberahd; Greek: σύστημα; Ancient Greek: κατασκεύασμα; Hawaiian: maomeka; Hebrew: מַכְשִׁיר‎; Hungarian: berendezés; Indonesian: peranti, radas, alat, aparat; Irish: gléasra, sás; Italian: impianto, attrezzatura; Japanese: 装置; Kazakh: аппарат; Korean: 장치(裝置); Kyrgyz: аппарат; Latvian: aparāts; Lithuanian: aparatas; Macedonian: апарат; Malay: radas; Malayalam: ഉപകരണം; Norwegian Bokmål: apparat; Persian: آپارات‎, دستگاه‎; Plautdietsch: Aparat; Polish: aparat; Portuguese: aparelho, equipamento, aparato; Romagnol: aparê, aparêt; Romanian: aparat; Russian: аппарат; Serbo-Croatian Cyrillic: апа̀ра̄т; Roman: apàrāt; Spanish: aparato, equipo; Swedish: apparat; Tajik: аппарат, дастгоҳ; Tagalog: lansong, lansungan; Ukrainian: апарат; Uzbek: apparat; Westrobothnian: modikon

work of art

Azerbaijani: bədii əsər; Bashkir: әҫәр; Basque: artelan; Chinese Mandarin: 作品, 藝術品/艺术品, 藝術作品/艺术作品, 美術作品/美术作品; Czech: umělecké dílo; Danish: kunstværk; Dutch: kunstwerk; Esperanto: artaĵo; Estonian: kunstiteos; Faroese: listaverk; Finnish: taideteos; French: œuvre d'art, ouvrage d'art; Georgian: ხელოვნების ნაწარმოები, ხელოვნების ნიმუში; German: Kunstwerk; Greek: έργο τέχνης; Ancient Greek: δαίδαλμα, δαίδαλον, δαιδαλούργημα, δημιούργημα, ἐργασία, καλλιούργημα, κατασκεύασμα, τέχνα, τέχνη, τέχνημα, τεχνίτευμα, τεχνούργημα, φιλοτέχνημα, χειροτέχνημα; Hungarian: műalkotás, műtárgy; Icelandic: listaverk; Italian: opera d'arte; Japanese: 作品, 芸術作品; Kannada: ಕಲಾಕೃತಿ, ಕರಕುಶಲ ವಸ್ತು; Khmer: ការងារ​សិល្បៈ; Korean: 미술품(美術品), 예술품(藝術品); Kumyk: асар; Kurdish Northern Kurdish: afirandin; Macedonian: уметничко дело; Mirandese: obra-d'arte; Norwegian Bokmål: kunstverk; Nynorsk: kunstverk; Polish: dzieło sztuki; Portuguese: obra de arte; Romanian: operă de artă; Russian: произведение искусства, арт-объект; Slovene: umetniško delo, umetnina; Spanish: obra de arte; Swedish: konstverk; Tamil: கலைப் படைப்பு; Turkish: sanat eseri, eser