merchantman
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. ναῦς στρογγύλη, ἡ, πλοῖον στρογγύλον, τό, πλοῖον φορτηγικόν, τό. Ar. γαῦλος, ὁ, Ar. and P., ὁλκάς, ἡ.