ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
P. and V. ῥᾳθυμία, ἡ, P. ἀμέλεια, ἡ. ῥᾳστώνη, ἡ, ἀφυλαξία, ἡ.