Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
taking bribes: Ar. and V. δωροδόκος.
hired: Ar. and P. μισθωτός (Dem. 124).
δωροκόμος, δωρολήμπτης, δωροδόκητος, δωροδόκος, ἔκπρακτος