βραχυπαραλήκτως

Revision as of 14:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A with short penult., Sch.Ar.Pl.253.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzer vorletzter Sylbe, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠπαραλήκτως: ἐπίρρ., μὲ τὴν παραλήγουσαν βραχεῖαν, Δράκων 33, Schäf. Γρηγ. Κορ. σ. 121.

Greek Monolingual

βραχυπαραλήκτως (Μ)
επίρρ. με βραχεία παραλήγουσα.