διαπόρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A doubting, perplexity, ὑπέρ τινος Plb. 28.3.6; εἰ δεῖ… Id.35.5.1.
German (Pape)
[Seite 597] ἡ, Verlegenheit, Zweifel, Pol. 28, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόρησις: -εως, ἡ, ἀμφιβολία, δυσχέρεια, Πολύβ. 28. 3, 6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 duda, incertidumbre διαπόρησιν ἦγον ὑπὲρ τοῦ ... Plb.28.3.6, ἀναφέρει τῷ θεῷ τὴν διαπόρησιν Ph.2.171, cf. 483, μοι τὴν τοιαύτην διαπόρησιν ἔλυσεν ἡ ἱστορία Gr.Nyss.Hom.creat.41.13, cf. Ast.Am.Hom.1.9.1, ret. δ. δ' ἐστίν, ὅταν περὶ ἑνὸς πράγματος δύο ἢ καὶ πλείονας ἐννοίας ἔχωμεν Alex.Fig.1.21, cf. Sch.Er.Il.22.99-130, Hermog.Id.2.7 (p.361), Hdn.Gr.1.517, αἱ διαπορήσεις δὲ αἱ ἐν τοῖς σχετλιασμοῖς βαρύτητα ἔχουσιν Aristid.Rh.472, cf. A.D.Adu.124.13, Coni.227.14.
2 disparidad de opinión, controversia ἐν δὲ τῇ περὶ αὐτῶν διαπορήσει τοιάδε λέγομεν S.E.P.3.16.
3 apuro, turbación τῶν αἰδουμένων Aristaenet.1.15.48.
Russian (Dvoretsky)
διαπόρησις: εως ἡ затруднение, замешательство: εἰς διαπόρησιν ἄγειν τινά Polyb. ставить кого-л. втупик.