δουλίς

Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = δούλη, Hyp.Fr.235, AP5.17 (Rufin.), IG14.1839.8: condemned by Poll.3.74.

German (Pape)

[Seite 661] ίδος, ἡ, = δούλη; Rufin. 1 (V, 18); Hyperid. bei Poll. 3, 74, der das Wort verwirft.

Greek (Liddell-Scott)

δουλίς: -ίδος, ἡ, =δούλη, Ἀνθ.Π. 5. 18, παραρτ. 247. 8.

Greek Monolingual

δουλίς, η (AM)
δούλα, σκλάβα
μσν.
υπηρέτρια.

Greek Monotonic

δουλίς: -ίδος, ἡ, = δούλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δουλίς: ίδος ἡ Anth. = δούλη.