δουλίς
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = δούλη, Hyp.Fr.235, AP5.17 (Rufin.), IG14.1839.8: condemned by Poll.3.74.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
esclava Hyp.Fr.235, Herod.7.126, T.Abr.A 15.5, T.Iob 21, AP 5.18 (Rufin.), IUrb.Rom.1268.8 (II/III d.C.), PMasp.120.9 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 661] ίδος, ἡ, = δούλη; Rufin. 1 (V, 18); Hyperid. bei Poll. 3, 74, der das Wort verwirft.
Russian (Dvoretsky)
δουλίς: ίδος ἡ Anth. = δούλη.
Greek (Liddell-Scott)
δουλίς: -ίδος, ἡ, =δούλη, Ἀνθ.Π. 5. 18, παραρτ. 247. 8.
Greek Monolingual
δουλίς, η (AM)
δούλα, σκλάβα
μσν.
υπηρέτρια.
Greek Monotonic
δουλίς: -ίδος, ἡ, = δούλη, σε Ανθ.