θεμελιόθεν

Revision as of 15:22, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

= Lat.

   A funditus, Dosith.p.412 K., Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ θεμελίων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

θεμελιόθεν (Α)
επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + -θεν, κατάλ. δηλωτική της προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως].