Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
(AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. αείρωεκ βάθρων, εξολοκλήρου, τελείως («ἀπό τότε ἄλλαξε ἄρδην ἡ κατάσταση»)αρχ.ανασηκωτά, σηκώνοντας ψηλά.