άρδην

From LSJ

Greek Monolingual

(AM ἄρδην, Α κ. ἀέρδην) επίρρ. αείρω
εκ βάθρων, εξολοκλήρου, τελείως («ἀπό τότε ἄλλαξε ἄρδηνκατάσταση»)
αρχ.
ανασηκωτά, σηκώνοντας ψηλά.