καλλιαστράγαλος

Revision as of 09:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,

   A with fine ankle, Arist.HA499b22.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιαστράγαλος: -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.

Greek Monolingual

καλλιαστράγαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + αστράγαλος].

Russian (Dvoretsky)

καλλιαστράγᾰλος: имеющий красивые лодыжки (ὁ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.).