καλλιαστράγαλος

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐαστράγᾰλος Medium diacritics: καλλιαστράγαλος Low diacritics: καλλιαστράγαλος Capitals: ΚΑΛΛΙΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ
Transliteration A: kalliastrágalos Transliteration B: kalliastragalos Transliteration C: kalliastragalos Beta Code: kalliastra/galos

English (LSJ)

[ᾰγ], ον, with fine ankle, Arist.HA499b22.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönen Knöcheln, Arist. H. A. 2, 1.

Russian (Dvoretsky)

καλλιαστράγᾰλος: имеющий красивые лодыжки (ὁ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιαστράγαλος: -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.

Greek Monolingual

καλλιαστράγαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + αστράγαλος].