καταπόνησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A affliction, Sm.Ex.3.7.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, Ermattung, Entkräftung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόνησις: -εως, ἡ, κόπωσις, ἀδυναμία, ἐξάντλησις, Ἰω. Χρυσ., κτλ.
εως, ἡ,
A affliction, Sm.Ex.3.7.
[Seite 1371] ἡ, Ermattung, Entkräftung, Sp.
καταπόνησις: -εως, ἡ, κόπωσις, ἀδυναμία, ἐξάντλησις, Ἰω. Χρυσ., κτλ.