ες,
A stunted, stumpy, δάκτυλοι Polem.Phgn.51 (v.l.).
[Seite 1474] ες, = κολοβός; δάκτυλοι Polemon physiogn. 1, 22.
κολοβώδης: -ες, (εἶδος) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, ἀτελής, δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22.
κολοβώδης, -ῶδες (Α) κολοβόςατελώς ανεπτυγμένος.