κολοβός
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
κολοβόν (also -ός, ή, όν Artem.2.3, IGv.infr.),
A docked, curtailed, c. gen., κολοβὸς ἀγέλη κεράτων Pl.Plt. 265d; κ. χειρῶν APl.4.186 (Xenocr.).
2 abs., maimed, mutilated, X.Cyr.1.4.11; οὐδὲν κ. προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλὰ τέλεια καὶ ὅλα Arist.Fr.101; ζῷα κ. Id.GA746a9, cf. 721b17; ὄνος κ. PCair.Zen.215.10 (iii B.C.), PGen.23.5 (i A.D.), BGU806.4 (i A.D.); of trees, stunted, τὰν ἐλαίαν τὰν κολοβάν IG14.352i11 (Halaesa), cf. Dsc.1.76; ἄνθη Thphr. HP 8.3.3; of persons, undersized, Procop.Arc.8: generally, short, ἐσθῆτες Artem. l.c.; χιτών Dam.Isid.138; ξίφος Lyd.Mag.1.12; of a period in Rhet., curtailed, incomplete, Arist.Rh.1409a18 (so in Comp. κολοβώτερόν πως ὑφᾶναι τὸν λόγον Chor.in Philol.54.123); ὄνομα half-uttered, Them.Or.1.4b; of a cup, broken, chipped, Arist.Metaph.1024a15, Theopomp.Hist. 243; of a wall, dwarf, τειχίον, τεῖχος, App.Mith.26, Procop.Aed.2.1; of a cone, truncated, Hero *Stereom.2.42: metaph., ἀρετή Max.Tyr.37.1; κίνησις, in paralysis, Gal.7.588; κ. κῦμα, = κωφόν, Sch.Ar.Eq.689. Adv. κολοβῶς = elliptically, opp. σαφῶς, ἐρωτᾶσθαι Arist.SE176a40.
II κολοβόν, τό, a measure, PLond.5.1694.22, al. (VI A.D.).
German (Pape)
[Seite 1474] (κόλος), verstümmelt, nach Arist. Metaphys. 4, 27 μεριστὸν καὶ ὅλον, was einen Teil verloren hat, aber doch noch dasselbe bleibt; von Tieren, Xen. Cyr. 1, 4, 11; von Geräten, Gefäßen, an denen Etwas zerbrochen ist, Ath. VI, 230 f; von einem Ringer, der ein Ohr verloren hat, Lucill. 13 (XI, 81); κολοβὸς χειρῶν Xenocrat. ep. (Plan. 186); auch von der Rede, vom Styl, Arist. rhet. 2, 8; – Sp. übh. klein, niedrig; τεῖχος App. Hithrid. 26 Pun. 25; kurz, Schol. Ar. Ran. 1106. – Adv., ὅσα μὴ σαφῶς, ἀλλὰ κολοβῶς ἐρωτᾶται Arist. soph. elench. 2, 5, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tronqué, mutilé ; écourté, incomplet.
Étymologie: κόλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοβός -όν [~ κόλος] verminkt; gehandicapt aan, beroofd van, met gen.: κολοβόν τινα ἀγέλην κεράτων νομεύει hij hoedt een kudde zonder horens Plat. Plt. 265d; ἡ γὰρ βραχεῖα... ποιεῖ κολοβόν want de korte lettergreep zorgt voor een abrupt einde (van de zin) Aristot. Rh. 1409a18.
Russian (Dvoretsky)
κολοβός:
1 увечный, изувеченный (τὰ θηρία Xen.; ζῷα Arph.; κ. καὶ τυφλός Plut.): κ. κεράτων Plat. безрогий;
2 филос. не целый, неполный (κύλιξ Arst.);
3 рит. (о речи) неполный, усеченный Arst.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό (AM κολοβός, -ή, -όν, Α και -ός, -όν)
1. κομμένος, ακρωτηριασμένος («κολοβὸν ἀγέλην τινὰ κεράτων νομεύει», Πλάτ.)
2. (για ζώα) αυτός που έχει κομμένη ουρά
3. μτφ. ελλιπής, ατελής (α. «οὐδέν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλά τέλεια καὶ ὅλα», Αριστοτ.
β. «κολοβὰ διανοήματα», Συνέσ.)
4. μαθ. (για κώνο) κόλουρος
νεοελλ.
φρ. «φίδι κολοβό» — άνθρωπος μοχθηρός και ύπουλος
μσν.-αρχ.
κοντός, βραχύς («κολοβὸς χιτών», Δαμασκ.)
αρχ.
σπασμένος («ἐκ κεραμέων καὶ τούτων ἐνίοτε κολοβῶν», Θεόπομπ.).
επίρρ...
κολοβῶς (Α)
ασαφώς («ὅσα μὴ σαφῶς ἀλλὰ κολοβῶς ἐρωτᾱται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + εκφραστικό επίθημα -βός (πρβλ. κλαμ-βός, ραι-βός). Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλές λ.: κολοβανθής
αρχ.
κολοβοδάκτυλος, κολοβοδιέξοδος, κολοβοκέρατος, κολοβόκερως, κολοβομάχη, κολοβομαχία, κολοβόρριν, κολοβόρρινος, κολοβόσταχυς, κολοβοτράχηλος, κολοβούρος
αρχ.-μσν.
κολοβόκερκος, κολοβόχειρ
μσν.
κολοβόπους.
(II)
ο
ζωολ. γένος πιθήκων της οικογένειας cercopithecidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colobus < κολοβός.
Greek Monotonic
κολοβός: -όν (κόλος)·
1. κομμένος, περιορισμένος, με γεν. κολοβὸς κεράτων, Λατ. truncus pedum, σε Πλάτ.· κ. χειρῶν, σε Ανθ.
2. απόλ., ακρωτηριασμένος, ελλιπής, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κολοβός: -όν, (ἴδε κόλος) κεκομμένος, περιωρισμένος, μετὰ γεν., ἀγέλη κολοβὸς κεράτων, πρβλ. Λατ. truncus pedum, Πλάτ. Πολιτικ. 265D· κολοβὸς χειρῶν Ἀνθ. Πλαν. 186. 2) ἀπολ., Λατ. curtus, ὡς καὶ νῦν, ἠκρωτηριασμένος, ἐλλιπής, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11· οὐδὲν κ. προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς, ἀλλὰ τέλεια καὶ ὅλα Ἀριστ. Ἀποσπ. 108· ζῷα κ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 17, 6., 2. 7. 5, κ. ἀλλ.· ― ἐπὶ δένδρων, τὰν ἐλαίαν τὰν κολοβὰν Ἐπιγραφ. Σικελ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5594 11· ― ἐπὶ περιόδου ἐν τῇ Ρητορικῇ, κεκολοβωμένη, ἀτελής, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· ἐπὶ ποτηρίου, τεθραυσμένον, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 27, 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 276· ἐπὶ τείχους, χαμηλόν, τεῖχος Ἀππ. Μιθρ. 26. Ἐπίρρ. -βῶς, ἀτελῶς, ἀσαφῶς, ἀντίθ. τῷ σαφῶς, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 17, 15.
Frisk Etymological English
zie kolos
Grammatical information: adj.
Meaning: curtailed, maimed, short (Pl., X., Arist., hell.);
Compounds: as 1. member e. g. in κολοβό-κερκος with docked tail (LXX).
Derivatives: κολόβιον n. jack without sleeves (pap.), also κολόβαξ (Gloss.); κολοβώδης stunted, stumpy (Polem. Phgn. v.l.), κολοβότης stuntedness (Plu.). Denomin. verbs: 1. κολοβόω stunt, shorten with κολόβωσις mutilation, κολόβωμα maimed, amputated member (Arist.); 2. κολοβίζω id. (Thera Ia-Ip).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive enlargement in -βος of κόλος; s. also on κλαμβός. No words agreeing with κολοβός have been found (s. Bq; also Machek Listy filol. 72, 71 and Ling. Posn. 5, 61 on Slav. komolъ without horns). Connection with Lat. incolumis, calamitas with variation b: m (Niedermann, s. W.-Hofmann s. calamitās; also Specht Ursprung 262) is hypothetic. Prob. Pre-Greek.
Middle Liddell
κολοβός, όν κόλος
1. docked, curtailed, c. gen., κολοβὸς κεράτων, Lat. truncus pedum, Plat.; κ. χειρῶν Anth.
2. absol. maimed, mutilated, Xen.
Frisk Etymology German
κολοβός: {kolobós}
Meaning: verstümmelt, verkümmert, kurz (Pl., X., Arist., hell. u. spät);
Composita: als Vorderglied z. B. in κολοβόκερκος (LXX).
Derivative: Davon κολόβιον n. ‘kurzärmelige (ärmellose) Jacke’ (Pap.), auch κολόβαξ (Gloss.); κολοβώδης verkümmert, stumpf (Polem. Phgn. v.l.), κολοβότης verstümmelter Zustand (Plu.). Denominative Verba: 1. κολοβόω verstümmeln, verkürzen mit κολόβωσις Verstümmelung, κολόβωμα verstümmeltes, amputiertes Glied (Arist. usw.); 2. κολοβίζω ib. (Thera Ia-Ip).
Etymology: Expressive Erweiterung auf -βος von κόλος; s. auch zu κλαμβός. Die Versuche, zu κολοβός genau stimmende Wörter außerhalb des Griechischen zu finden (s. Bq; auch Machek Listy filol. 72, 71 und Ling. Posn. 5, 61 über slav. komolъ hornlos) sind erfolglos geblieben. Beziehung zu lat. incolumis, calamitas mit altem Suffixwechsel b: m (Niedermann, s. W.-Hofmann s. calamitās; auch Specht Ursprung 262) gehört gewiß auch zu den hypothetischen Annahmen.
Page 1,900-901
Mantoulidis Etymological
(=ἀκρωτηριασμένος). Ἀπό τό κόλος (=κοντός). Κολοϝός → κολοβός.
Παράγωγα: κολούω (=κολοβώνω), κόλουσις, κόλουρος (=μέ κομμένη οὐρά), κολοβῶ (=ἀκρωτηριάζω), κολόβωμα, κολόβωσις (=ἀκρωτηριασμός), κολοβώδης.