οντος, ὁ,
A v. κυνόδους.
κῠνόδων: -οντος, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κυνόδους.
κυνόδων, -οντος, ὁ (Α)ο κυνόδοντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς.