κυλινδήθρα

Revision as of 03:08, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀλινδήθρα (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.

Greek Monolingual

κυλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)].

Greek Monotonic

κῠλινδήθρα: ἡ = ἀλινδήθρα, βλ. αυτ.

Middle Liddell

κῠλινδήθρα, ἡ, = ἀλινδήθρα, q. v.]