κυλώ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
Greek Monolingual
-άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι
1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ.
β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο»)
2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει προς τα κάτω («οι εχθροί κυλούσαν μεγάλες πέτρες»)
3. κινούμαι κατηφορικά, προς τα κάτω, ρέω ή κατρακυλώ (α. «κύλησε ο βράχος από την πλαγιά κι έφτασε κάτω στον δρόμο» β. «κυλάει άφθονο το νερό στο ποτάμι»)
4. μτφ. (για τον χρόνο) διαβαίνω, περνώ (α. «θα κυλήσει γρήγορα ο καιρός μέχρι την άνοιξη» β. «κυλάν τα χρόνια κι η ζωή μας μονότονα»)
5. μέσ. κυλιέμαι
συχνάζω ή περνώ τη ζωή μου σε κακόφημα μέρη ή και με ανέντιμους ανθρώπους («από μικρός κυλιέται στον βούρκο και κάποιος πρέπει να τον βοηθήσει»)
6. φρ. «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» — λέγεται για ανθρώπους που έχουν κοινά ιδιόρρυθμα γούστα ή κοινές ιδιοτροπίες ή που είναι το ίδιο ανέντιμοι ή ανήθικοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ-κύλ-ισ-α του κυλίνδω ή του επίσης υποχωρητ. σχηματισμένου μτγν. κυλίω, κατά το σχήμα μίλησα: μιλώ].