λεοντόψυχος
English (LSJ)
ον, (ψυχή)
A lion-hearted, Sch.D Il.5.639.
German (Pape)
[Seite 29] löwenherzig, Schol. Il. 5, 639.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ἔχων λεοντώδη ψυχήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 639.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεοντόψυχος, -ον)
αυτός που έχει το θάρρος και τη γενναιότητα λιονταριού, λεοντόκαρδος.