γενναιότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM γενναιότης) γενναίος
μεγαλοφροσύνη, ανδρεία
νεοελλ.
γενναιοδωρία, απλοχεριά
αρχ.
1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια
2. (για τη γη) ευφορία.
η (AM γενναιότης) γενναίος
μεγαλοφροσύνη, ανδρεία
νεοελλ.
γενναιοδωρία, απλοχεριά
αρχ.
1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια
2. (για τη γη) ευφορία.