λοφηφόρος

Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A crested, of a lark, Babr.88.8.

Greek (Liddell-Scott)

λοφηφόρος: -ον, ἔχων λόφον, Λατιν. cristatus, ἐπὶ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 20. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une crête ou une aigrette.
Étymologie: λόφος, φέρω.

Greek Monolingual

λοφηφόρος, -ον (Α)
(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λοφηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λοφίο, λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

λοφηφόρος: (о жаворонке) хохлатый Babr.

Middle Liddell

λοφη-φόρος, ον φέρω
crested, of a lark, Babr.