λόφη
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 64] ἡ, = λοφία, Federbusch, D. Sic. 17, 90.
Russian (Dvoretsky)
λόφη: ἡ Diod. = λοφιά.
Greek (Liddell-Scott)
λόφη: ἡ, = λόφος, λοφιά, Διόδ. 17. 90, ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀντὶ λόφη, λοφιά.
Greek Monolingual
λόφη, ἡ (Α)
η λοφιά («οἱ δὲ τὴν λόφην δασεῖαν εἶχον τριχώδη», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λόφος, πιθ. κατά το κόμη.