μόλγινος

Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

η, ον,

   A made of ox-hide, φυσητῆρες Theodorid. ap. Poll.10.187.

German (Pape)

[Seite 199] von Rindsleder gemacht, Poll. 10, 187 aus Theodorid.

Greek (Liddell-Scott)

μόλγῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ Πολυδ. Ιʹ 187.

Greek Monolingual

μόλγινος, -ίνη, -ον (Α) μολγός
κατασκευασμένος από δέρμα βοδιού.