μολγός
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ὁ, Tarentine word for βόειος ἀσκός, Poll.10.187: μ. γενέσθαι δεῖ σε,
A = ἀσκὸν δεδάρθαι (v. ἀσκός 5 fin.), Ar.Eq.963; μολγὸν αἵνειν (ἀνεῖν), = ἀσκὸν δείρειν, dub. cj. in Ar.Frr.101,694.
II = μόλγης, Suid.
III = ἀκόλουθος (fem.), Blaes.4.
IV μολγῶ· νέφος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 199] ὁ, ein Sack von Rindsleder, tarentinisch nach Poll. 10, 187. – Bei Ar. Equ. 957, ἀλλ' ἐὰν τούτῳ πίθῃ, μολγὸν γενέσθαι δεῖ σε, war das Wort schon den alten Erkl. unklar, die es theils πένης, παρὰ τὸ ἀμέλγεσθαι καὶ ζημιοῦσθαι erkl., gleichsam gemelkt, oder = ἀμολγός, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἀμέλγοντας τὰ κοινά, oder κλέπτην τῶν δημοσίων, der öffentliche Gelder angreift, wie Voß übersetzt »Melker«; doch liegt gewiß, wie das entsprechende ψωλὸν γενέσθαι μέχρι τοῦ μυῤῥίνου, eine Zweideutigkeit darin. Andere Deutungen γλαυκός, βραδύς sind unverständlich. Der Schol. citirt auch aus Ar. αἵνειν μολγόν = ἀσκὸν δέρειν, vgl. Poll. a. a. O.
Russian (Dvoretsky)
μολγός: ὁ кожаный мешок или шкура Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μολγός: -οῦ, ὁ βόειος ἀσκός, ὅθεν, αἵνειν μολγόν, ἴδε ἐν λέξ. αἵνω· ὡσαύτως, γενέσθαι, γίνομαι ἁπλῶς δέρμα, καταντῶ μόνον δέρμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 963, ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 966, Bgk. ἐν τοῖς Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 988, 1066, κἑξ. ΙΙ. κλέπτης, Σουΐδ., Ἡσύχ. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ ΜΕΛΓ, ἀμέλγω, ὃ ἴδε).
Greek Monolingual
μολγός, ὁ (Α)
1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού
2. μοχθηρός
3. ακόλαστος, ασελγής
4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης
5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῖ σε» — πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ.
β. «μολγὸν αἵνειν» — να δέρνει κανείς ασκό, Αριστοφ.
6. (ως θηλ.) ἡ μολγός
η ακόλουθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχ. καθημερινής γλώσσας, αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. malaha, μέσ. άνω γερμ. malhe «δερμάτινη τσάντα», αρχ. νορβ. malr «σάκος», οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα molko- «δερμάτινος σάκος». Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από την Κάτω Ιταλία (Τάραντας) και συνδέεται με γοτθ. balgs «σάκος», ιρλδ. bolg, οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα blegh- «δέρμα, μαξιλάρι»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bag of cowhide (Ar. Eq. 963, D. C.), after Poll. 10, 187 Tarentinian.
Derivatives: μόλγινος of oxhide (Theodorid. ap. Poll. 10, 187); μόλγης, -ητος m. (as πένης, πλάνης a.o.) = μοχθηρός (Crates Gramm. ap. sch. Ar. Eq. 959), in the same meaning also μολγός (Suid.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Thrac.
Etymology: Differs only in the velar (and accent) from a Germ. word for bag, pouch: OHG malaha, MHG malhe leather bag, OWNo. malr bag, IE *mólko- (e.g. Fick 3, 316); so Gr. -γ- from a loan, perhaps from Thracian? (WP. 2, 308, Pok. 747). After G. Meyer IF 1, 325 as Tarentine to Goth. balgs ballows, bag through Messap.-Illyr. mediation. Thus Vendryes BSL 41, 134ff.: to Goth. balgs, Celt., e.g. Ir. bolg, and first from Thrac.; orig. central- or even northeuropean; μολγός phonetically influenced by ἀμέλγω(?). Fur. 126 assumes a "vorindogermanisches Wanderwort". Cf. Taillardat Images $ 160 and 209 (also on the meaning glutton, κίναιδος); also id. REGr. 64(1951)10ff.
Frisk Etymology German
μολγός: {molgós}
Grammar: m.
Meaning: Sack aus Rindsleder (Ar. Eq. 963, D. C.), nach Poll. 10, 187 tarentinisch.
Derivative: Davon μόλγινος aus Ochsenhaut (Theo- dorid. ap. Poll. 10, 187); μόλγης, -ητος m. (wie πένης, πλάνης u.a.) = μοχθηρός (Krates Gramm. ap. Sch. Ar. Eq. 959), in derselben Bed. auch μολγός (Suid.).
Etymology: Unterscheidet sich nur im Guttural (und im Akzent) von einem germ. Wort für Sack, Tasche: ahd. malaha, mhd. malhe Ledertasche, awno. malr Sack, idg. *mólko- (z.B. Fick 3, 316); gr. -γ- somit infolge Entlehnung, viell. aus dem Thrakischen? (WP. 2, 308, Pok. 747). Nach G. Meyer IF 1, 325 als tarentinisch zu got. balgs Balg, Sack durch messap.-illyr. Vermittlung. Ähnlich Vendryes BSL 41, 134ff.: zu got. balgs, kelt., z.B. ir. bolg, u. zw. zunächst aus dem Thrak.; urspr. zentral- oder sogar nordeuropäisch; μολγός lautlich von ἀμέλγω beeinflußt.
Page 2,250