νηρείτης

Revision as of 12:24, 29 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

or νηρίτης [ῑ], ου, ὁ, name for several kinds of

   A sea-snails, Arist.HA530a12, 535a19, 547b23, PA679b20.

Greek (Liddell-Scott)

νηρείτης: -ου, ὁ, ὄνομα διαφόρων εἰδῶν θαλασσίων κοχλιῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 31 καὶ 8. 33., 5. 15, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, κτλ.: - τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. νηρίτης· πρβλ. ἀναρίτης. Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει νήριτος.

Greek Monolingual

νηρείτης, ὁ (Α)
βλ. νηρίτης.

Russian (Dvoretsky)

νηρείτης: ου ὁ v. l. = νηρίτης.