νηρίτης
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
v. νηρείτης.
German (Pape)
ὁ, eine bunte Meerschnecke mit einem Deckel, Ael. H.A. 14.28, vgl. νηρείτης und ἀναρίτης.
Russian (Dvoretsky)
νηρίτης: (ῑ) и νηρείτης, ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.
Greek Monolingual
νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
(-εί-)
Grammatical information: m.
Meaning: several kinds of sea-snails (Arist.); Thompson Fishes s.v.
Other forms: Besides ἀναρίτας (Ibyc., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); on the Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 n. 4.
Compounds: νηριτοτρόφος (A. Fr. 312), but see Leumann, Hom. Wörter 245.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The usual notation with -εί- may rest on association with Νήρειος, Νηρεύς; the in itself not probable connection with νηρόν water is strongly endangered by the forms ἀναρ-, ἀνηρ- that begin with a vowel. Cf. Redard 81 a. 248 n. 3. Fur. 372 takes the varying initial as evidence for Pre-Greek.
Frisk Etymology German
νηρίτης: (-εί-)
{nērítēs}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeresschnecke (Arist.).
Derivative: Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.
Etymology: Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit Νήρειος, Νηρεύς beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an νηρόν Wasser wird schon durch die vokalisch anlautenden ἀναρ-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.
Page 2,316