οἰνοπόρος

Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A flowing with wine, ποταμός Nonn.D.40.238.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπόρος: -ον, ὁ παρέχων οἶνον, ξανθὸν ὕδωρ πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.

Greek Monolingual

οἰνοπόρος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο ρέει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοι-πόρος.