οἰνοπόρος

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπόρος Medium diacritics: οἰνοπόρος Low diacritics: οινοπόρος Capitals: ΟΙΝΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: oinopóros Transliteration B: oinoporos Transliteration C: oinoporos Beta Code: oi)nopo/ros

English (LSJ)

οἰνοπόρον, flowing with wine, ποταμός Nonn. D. 40.238.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπόρος: -ον, ὁ παρέχων οἶνον, ξανθὸν ὕδωρ πίνοντες ἀπ’ οἰνοπόρου ποταμοῖο Νόνν. Δ. 40. 238.

Greek Monolingual

οἰνοπόρος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο ρέει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πόρος (< πόρος), πρβλ. οδοιπόρος.

German (Pape)

Wein darbietend, Nonn. D. 40.238.