πεντώροφος

Revision as of 13:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (ὄροφος)

   A with five stories, D.H.Rh.1.3, D.S. 1.45, etc.

German (Pape)

[Seite 559] mit od. von fünf Decken od. Stockwerken, D. Hal. rhet. 1, 3, vgl. de C. V. p. 203 u. Lob. Phryn. 709.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἐκ πέντε ὀροφῶν συνιστάμενος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1.3, Διόδ. 1. 45, κτλ.· ― ὁ τύπος πεντόροφος εἶναι ἡμαρτημένος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
βλ. πενταώροφος.

Russian (Dvoretsky)

πεντώροφος: пятиярусный, пятиэтажный (οἰκία Diod.).