προσφάσθαι

Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. πρόσφημι.

Greek (Liddell-Scott)

προσφάσθαι: ἀπαρ. μέσ. ἐκ τοῦ πρόσφημι, Ὀδ. Ψ. 106.

French (Bailly abrégé)

v. πρόσφημι.

English (Autenrieth)

see πρόσφημι.

Greek Monotonic

προσφάσθαι: απαρ. Μέσ. ενεστ. ή αορ. βʹ του πρόσφημι.

Russian (Dvoretsky)

προσφάσθαι: эп. inf. aor. 2 med. к πρόσφημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-φάσθαι inf. med. van πρόσφημι.