πρόσφημι
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
mostly 3sg. aor. προσέφη (Dor. aor. προσέφᾱσεν Call. Lav.Pall.79), speak to, address, τινα Il.1.84, Hes.Sc.77, etc.; in a parody of Homer, Cratin.68: c. dupl. acc., τὸν δ' οὔ τι π. Il.4.401: abs., 13.768, Od.11.565:—also inf. Med., προσφάσθαι ἔπος 23.106.
German (Pape)
[Seite 786] (φημί), zu Einem sprechen, ihn anreden; sehr gew. bei Hom. τὸν δὲ προσέφη, u. Hes.; auch προσφάσθαι, Od. 23, 106.
French (Bailly abrégé)
impf. ou ao.2 προσέφην, f. προσφήσω;
adresser la parole à, acc. ou abs.
Moy. (inf. ao.2 προσφάσθαι) m. sign.
Étymologie: πρός, φημί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-φημι, alleen imperf. inf. med. προσφάσθαι, toespreken, aanspreken:. ἀγχοῦ δ’ ἱστάμενος προσέφη αἰσχροῖς ἐπέεσσι hij kwam bij hem staan en sprak hem verwijtend toe Il. 13.768; οὐδέ τι προσφάσθαι δύναμαι ἔπος ik kan geen woord uitbrengen Od. 23.106.
Russian (Dvoretsky)
πρόσφημι: (fut. προσφήσω, impf. или aor. 2 προσέφην; эп. inf. aor. 2 med. προσφάσθαι) обращаться с речью, говорить (τινά Hom., Hes.): π. αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Hom. обратиться к кому-л. со словами укоризны.
Greek Monolingual
Α
μιλώ, απευθύνομαι, σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φημί «μιλώ, λέω»].
Greek Monotonic
πρόσφημι: κυρίως χρησιμ. σε γʹ ενικ. αορ. βʹ προσέφη· μιλώ σε, προσφωνώ, απευθύνομαι σε, τινα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απόλ., σε Όμηρ.· επίσης Μέσ. απαρ. προσφάσθαι, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφημι: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. προσέφη, φημί, λέγω πρός τινα, τινα Ὅμ. καὶ Ἡσ.· τὸν δ’ οὔ τι προσέφη κρατερὸς Διομήδης Ἰλ. Δ. 401· ἀπολ., Ν. 768, Ὀδ. Λ. 565· - ὡσαύτως ἀπαρ. τοῦ μέσ. προσφάσθαι, Ὀδ. Ψ. 106.
Middle Liddell
mostly used in 3rd sg. aor2 προσέφη] 3rd sg. aor2 προσέφη
to speak to, address, τινά Hom., Hes.; absol., Hom.;— also inf. mid. προσφάσθαι, Od.