πτωχοφανής

Revision as of 14:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A like a beggar, Thd.Pr.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς πτωχός, ἐπαίτης, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο-φανής].