πτωχοφανής

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοφᾰνής Medium diacritics: πτωχοφανής Low diacritics: πτωχοφανής Capitals: ΠΤΩΧΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: ptōchophanḗs Transliteration B: ptōchophanēs Transliteration C: ptochofanis Beta Code: ptwxofanh/s

English (LSJ)

πτωχοφανές, like a beggar, Thd.Pr.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ὡς πτωχός, ἐπαίτης, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλοφανής].