ον,
A fiery-spirited, PMag.Par.1.592.
de ánimo ígneo
-ον, Ααυτός που είναι ορμητικός ή οξύθυμος σαν τη φωτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + θυμός (πρβλ. θηρό-θυμος, μεγαλό-θυμος)].