σιταγωγέω

Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A convey corn, c. acc. cogn., σ. σιταγωγίαν Luc.Nav. 14: abs., D.C.47.37,49.27:—Med., import corn, IG22.28.18.

German (Pape)

[Seite 884] Getreide führen, fahren, Getreide zuod. herbeiführen, Sp., wie Luc. Nav. 14.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰγωγέω: φέρω σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amener un convoi de blé.
Étymologie: σιταγωγός.

Greek Monotonic

σῑτᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιταγωγέω [σιταγωγός] graan transporteren.

Russian (Dvoretsky)

σῑτᾰγωγέω: доставлять зерновой хлеб Luc.

Middle Liddell

σῑτᾰγωγέω, fut. -ήσω [from σῑτᾰγωγός]
to convey corn, Luc.