συνεπικλίνω

Revision as of 18:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ],

   A incline at the same time, Gal.6.151 (Pass.), Dam.Pr.168.

Greek Monolingual

Α ἐπικλίνω
κλίνω προς άλλο σημείο από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.

Greek Monolingual

Α ἐπικλίνω
κλίνω προς άλλο σημείο από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.