ἀσυγκαταθετέω

Revision as of 12:20, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A withhold one's assent, S.E.M.7.157.

German (Pape)

[Seite 379] nicht beistimmen, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκαταθετέω: δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.

Spanish (DGE)

no consentir τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.M.7.157.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκαταθετέω: не соглашаться Sext.