ἀσυγκαταθετέω

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκαταθετέω Medium diacritics: ἀσυγκαταθετέω Low diacritics: ασυγκαταθετέω Capitals: ΑΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΕΩ
Transliteration A: asynkatathetéō Transliteration B: asynkatatheteō Transliteration C: asygkatatheteo Beta Code: a)sugkataqete/w

English (LSJ)

withhold one's assent, S.E.M.7.157.

Spanish (DGE)

no consentir τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.M.7.157.

German (Pape)

[Seite 379] nicht beistimmen, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκαταθετέω: δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκαταθετέω: не соглашаться Sext.