ἐκβιαστικός

Revision as of 09:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).