ἐξαγωγικός

Revision as of 16:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for exports, τέγη ἐ. export duties, opp. εἰσαγωγικά, Str.17.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωγικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, τέλη ἐξαγωγικά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ εἰσαγωγικά, Στράβων 798.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo a la exportación τέλη ... ἐξαγωγικά tasas de exportación Str.17.1.13.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαγωγικός, -ή, -όν) εξάγω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξαγωγή («εξαγωγικοί δασμοί», «εξαγωγικό εμπόριο»)
νεοελλ.
ο χρήσιμος για εξαγωγή («εξαγωγικά μηχανήματα»).