ἐπίξηρος
English (LSJ)
ον,
A very dry, γλῶσσα ib.1.26.β, cf.Aret.SD1.15: Comp., more arid, Id.CA1.1.
German (Pape)
[Seite 967] auf der Oberfläche trocken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξηρος: -ον, ξηρὸς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 969 ὁπωσοῦν ξηρός, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 15.
Greek Monolingual
ἐπίξηρος, -ον (Α) ξηρός
1. αυτός που είναι ξηρός στην επιφάνειά του («γλῶσσα ἐπίξηρος», Ιπποκρ.)
2. ο κάπως ξηρός.