κάπως

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. με κάποιο τρόπο («κάπως θα τά καταφέρεις»)
2. λίγο («κάπως ησύχασε ο άνθρωπος»)
3. όχι έντονα («είναι κάπως παράξενος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πως].