ὑπερθερμαίνω

Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A warm or heat excessively, Hp.Morb.1.2:—Pass., ib.2.1, Arist.Pr.860b19, EE1239b35, Thphr.HP4.14.6, Alex.Aphr. Pr.1.89, Placit.5.30.6.

German (Pape)

[Seite 1196] übermäßig erwärmen; Hippocr.; pass., Arist. probl. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερθερμαίνω: εἰς ὑπερβολὴν θερμαίνω, Ἱππ. 446. 39., 447. 4, Πλούτ., κλπ. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 1. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

échauffer trop.
Étymologie: ὑπέρ, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ὑπερθερμαίνω ΝΑ
θερμαίνω κάτι πέρα από το κανονικό, παραζεσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θερμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθερμαίνω: перегревать Arst.: διὰ τὸ ὑπερθερμαίνεσθαι ἀπὸ τοῦ ἡλίου Plut. вследствие чрезмерного солнечного жара.